- νέμοντα
- νέμωdeal outpres part act neut nom/voc/acc plνέμωdeal outpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέμοντ' — νέμοντα , νέμω deal out pres part act neut nom/voc/acc pl νέμοντα , νέμω deal out pres part act masc acc sg νέμοντι , νέμω deal out pres part act masc/neut dat sg νέμοντι , νέμω deal out pres ind act 3rd pl (doric) νέμοντε , νέμω deal out pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτήδειος — α, ο (Α ἐπιτήδειος, ον και ος, εία, ον, ιων. τ. ἐπιτήδεος, έη, εον, δωρ. τ. ἐπιτάδειος, α, ον) 1. ικανός, επιδέξιος, κατάλληλος, έμπειρος (α. «νομάς τε ἐπιτηδεοτάτας νέμοντα», Ηρόδ. β. «ὀστρακισθῆναι μὲν ἐπιτήδειός εἰμι», Ανδοκ.) 2. (το ουδ. πληθ … Dictionary of Greek